ελληνόγλωσσος, -η

ελληνόγλωσσος, -η
-ο
1. αλλοεθνής που έχει ως μητρική του γλώσσα την ελληνική, ελληνόφωνος: Ελληνόγλωσσοι Τούρκοι.
2. φρ., «Ελληνόγλωσσο Ξενοδοχείο», μυστική οργάνωση που ιδρύθηκε το 1809 στο Παρίσι με σκοπό την απελευθέρωση της Ελλάδας από τους Τούρκους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ελληνόγλωσσος — η, ο (για αλλοεθνείς) αυτός που έχει ως μητρική γλώσσα την ελληνική («ελληνόγλωσσοι Βούλγαροι») …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • ελληνόφωνος — η, ο (για αλλοεθνή) ελληνόγλωσσος …   Dictionary of Greek

  • ελληνόφωνος — η, ο ελληνόγλωσσος (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”